-
1 ходатайство
1. (действие) η ενέργειαη διαμεσολάβηση2. (официальная письменная просьба) η αίτησηη γραπτή παράκλησηη αναφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ходатайство
-
2 удовлетворить
удовлетворить, удовлетворять ικανοποιώ* \удовлетворить просьбу ικανοποιώ την παράκληση \удовлетвориться ικανοποιούμαι, μένω ικανοποιημένος* * *= удовлетворятьудовлетвори́ть про́сьбу — ικανοποιώ την παράκληση
-
3 заявка
η αίτηση, το αίτημα, η απαίτηση, η παράκλησηвозобновлять - ку ανανεώνω την προσφορά, дата подачи - ки η ημερομηνία εγγραφήςдата представления - ки на участие в торгах η ημερομηνία καταχώρισης της προσφοράς για συμμετοχή στο διαγωνισμόделать - ку δίνω/κάνω την προσφοράподатель - ки ο προσκομίζων/αιτών της προ-σφοράς/αίτησηςсрок подачи - ки η διορία/προθεσμία της προσφοράς- на визу - για άδεια εισόδου/βίζα (ξεν.)- на участие в торгах - για συμμετοχή στο διαγωνισμό (γιαπρομήθεια εμπορευμάτων ή εκτέλεσηέργων)письменная - γραπτή -, предварительная - προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявка